- στεγανούς
- στεγανόςcovering so as to keep out watermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάφανδρο — Βλ. λ. δύτης. * * * το, Ν 1. τεχνολ. βαριά συσκευή ατομικής κατάδυσης συνδεόμενη με την επιφάνεια με λώρο διά μέσου τού οποίου χορηγείται ο απαιτούμενος για την αναπνοή τού δύτη αέρας 2. φρ. α) «αυτόνομο σκάφανδρο» τεχνολ. φορητή αναπνευστική… … Dictionary of Greek
φλοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. κάθε σώμα ελαφρό που μπορεί να επιπλέει στο νερό ή σε άλλο υγρό ή που βοηθάει άλλο να επιπλέει, ο πλωτήρας. 2. καθένας από τους στεγανούς πλωτήρες των υδροπλάνων, με τους οποίους αυτά στηρίζονται στο νερό. 3. σημαντήρες που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)